καρπολογώ

καρπολογώ
(Α καρπολογῶ, -έω) [καρπολόγος]
συγκομίζω καρπούς
νεοελλ.
1. (σχετικά με ωφέλεια) απολαμβάνω
2. συλλέγω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον τρύγο, επικαρπολογώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρπολογώ — καρπολόγησα, συλλέγω καρπούς, τρυγάω, συλλέγω τους καρπούς που μένουν ύστερα από το θερισμό ή τον τρύγο: Του αρέσει να καρπολογά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • καρπολογία — η (Μ καρπολογία) [καρπολογώ] η συλλογή καρπών, η συγκομιδή …   Dictionary of Greek

  • καρπολόγημα — το [καρπολογώ] καρπολογία* …   Dictionary of Greek

  • κρώπιον — και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α) 1. δρέπανο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < *κρώψ και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα *(s)krō p τής ΙΕ ρίζας *(s)kre p , που αποτελεί παρεκτεταμένη (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”